- σαΐτα
- και σαΐττα και σαγίτ(τ)α, η, ΝΜβέλος τόξουνεοελλ.1. απομίμηση βέλους που κατασκευάζουν τα παιδιά με κομμάτι διπλωμένου χαρτιού και το οποίο ρίχνουν μακριά με τα χέρια τους ως παιχνίδι2. υφαντικό εργαλείο με το οποίο περνιέται το υφάδι μέσα από τις κλωστές τού στημονιού3. παρόμοιο εργαλείο τής ραπτομηχανής4. ναυτ. (συν. στον πηθ.) οι σαΐτες(στα ιστιοφόρα πλοία με φάλκο) τα κυρτά ξύλα που στηρίζουν τα δρύφρακτα τών μεγάλων ιστιοφόρων που έχουν φάλκη στο πρωραίο άκρο τους5. ζωολ. α) το φίδι δενδρογαλιάβ) χαρακτηριστικό γένος ασπόνδυλων τού φύλου χαιτόγναθα6. πλάστης για άνοιγμα φύλλων πίτας7. φρ. «σαΐτα τού νερού» — αυλάκι, ιδίως τού νερόμυλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagitta «βέλος»].
Dictionary of Greek. 2013.